- ἀτρύγητος
- ἀτρῠγ-ητος, ον, = foreg., Arist.Pr.925b15;A
ἀ. γενήματα PGnom.233
(ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. γενήματα PGnom.233
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀτρύγητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρύγητος — και άτρυγος, η, ο (AM ἀτρύγητος, ον) (για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε νεοελλ. 1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός 2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά») … Dictionary of Greek
ατρύγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τρυγήθηκε: Είχαμε τις κυψέλες ατρύγητες και τα σύκα αμάζευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτρυγήτων — ἀτρύγητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδρεπτος — η, ο (Α ἄδρεπτος, ον) [δρέπω] αυτός που δεν τόν περισυνέλεξαν, άκοπος, ατρύγητος, αμάζευτος … Dictionary of Greek
ατρυγής — ἀτρυγής, ές (Α) ο ατρύγητος … Dictionary of Greek